- ἀμέτρητ'
- ἀμέτρητα , ἀμέτρητοςneut nom/voc/acc plἀμέτρητα , ἀμέτρητοςneut nom/voc/acc plἀμέτρητε , ἀμέτρητοςmasc voc sgἀμέτρητε , ἀμέτρητοςmasc/fem voc sgἀμέτρηται , ἀμέτρητοςfem nom/voc plἀμέτρητα , ἀμετρητοςimmeasurableneut nom/voc/acc plἀμέτρητε , ἀμετρητοςimmeasurablemasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.